κατέδραμον

κατέδραμον
κατέδραμον s. κατατρέχω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατέδραμον — κατατρέχω run down aor ind act 3rd pl κατατρέχω run down aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SCYTHOPOLIS — urbs Libyae, Stephan. Alia est a Baccho condita, et de Scitharum, comitum eius, nomine dicta, in Decapolitana Syriâ, Plin. l. 5. c. 18. Strabo l. 16. Galilaeae proximam esse scribit. Eius vetus nomen erat Bethsan. Hîc Iudaeorum XIII M. occisa, A …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταδρομέας — ο 1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης 2. ναυτ. κουρσάρος 3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον επιδρομή επιδρομεύς σχηματίστηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”